Ο Καραϊσκάκης είναι η πιο καταπληκτική, ίσως και η πιο δραματική μορφή από τους αγωνιστές του Εικοσιένα. Περίφημος Κλέφτης του Κατσαντώνη, αρματολός των Αγράφων, στρατάρχης της Ρούμελης, αρχιστράτηγος της Ελλάδας και προπαντός γνήσιος λαϊκός ηγέτης. Γεννήθηκε το 1782 σε μια σπηλιά κοντά στο Μαυρομμάτι της Καρδίτσας, από «καλόγρια» του κοντινού μοναστηριού του Αγίου Νικολάου, τη Ζωή Ντιμισκή. Η μάνα του καταγόταν από το χωριό Σκουλικαριά της Αρτας, παντρεύτηκε κάποιον Γιαννάκη Μαυρομματιανό και πολύ νωρίς έμεινε χήρα. Λέγεται πως πατέρας του ήταν ο αρματολός του Βάλτου Δημήτρης Ίσκος ή Καραΐσκος. Μέχρι το θάνατό του ο Καραϊσκάκης ήταν γνωστός με το όνομα « ο Γιός της Καλογριάς ».

Ο Καραϊσκάκης πέρασε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια κοντά στην οικογένεια ενός Σαρακατσάνου τσέλιγκα, γιατί μόλις έγινε οκτώ χρονών, πέθανε η μάνα του κι έτσι μεγάλωσε ανάμεσα στους ξένους τρώγοντας ξύλο και μπομπότα, πότε στο Μαυρομμάτι και πότε στη Γραλίτσα και στο Λεοντίτο.

Από μικρός κατατάχτηκε στα αρματολίκια σώματα των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Διετέλεσε πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη και ήταν ένας από τους τρεις που πυροβόλησαν και σκότωσαν το Βεληγκέκα. Αναμείχθηκε στους πολέμους του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, άλλοτε ως σύμμαχος του και άλλοτε ως αντίπαλός του. Αντιπροσώπευε τα Άγραφα σε σύσκεψη την Φιλικής Εταιρείας για την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, που πραγματοποιήθηκε στη Λευκάδα το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου 1821. Δεν πήρε μέρος στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, γιατί η Διοίκηση και κυρίως ο Μαυροκορδάτος, τον υποψιαζόταν πως ήταν σε συνεννόηση με τους Τούρκους. Η διαμάχη εξάλλου ανάμεσα στους προύχοντες και στους οπλαρχηγούς οδήγησε πολλές φορές σε ακρότητες. Στη συνέχεια έλαβε μέρος σε πολλές μάχες, η δε γενναιότητά του, καθώς και τα χωρατά του, έμειναν στην ιστορία.

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου (1826) έγινε Αρχιστράτηγος της Στερεάς κι άρχισε της επιχειρήσεις εναντίον του Κιουταχή, που τον νίκησε στην Αράχοβα, στο Δίστομο, στη Δόμβραινα και αλλού, εφαρμόζοντας με επιτυχία τον ανταρτοπόλεμο και καταστρέφοντας τις εφοδιοπομπές του εχθρού. Ιδιαίτερα η νίκη στην Αράχοβα το Νοέμβριο του 1826 είχε τεράστια απήχηση και πολύ μεγάλη σημασία για την Επανάσταση, που μέχρι εκείνη τη στιγμή έδειχνε ότι σχεδόν είχε σβήσει.

Στη συνέχεια όμως η Κυβέρνηση έκανε το λάθος να αναθέσει την αρχιστρατηγία του Αγώνα στον Αγγλο Τσόρτς, που δε γνώριζε καλά τα πράγματα στην Ελλάδα. Επεδίωκε κατά μέτωπο επίθεση εναντίον του Κιουταχή, που πολιορκούσε την Ακρόπολη στην Αθήνα, ενώ ο Καραϊσκάκης ζητούσε αποκλεισμό των Τούρκων από στεριά και θάλασσα, για να αναγκαστούν να υποχωρήσουν. Οι ισχυρές επαναστατικές δυνάμεις που βρισκόταν στην περιοχή με αρχηγό τον Καραϊσκάκη περίμεναν εντολές, για να κινηθούν ανάλογα.

Στις 22 Απριλίου 1827 έγινε μια μικροσυμπλοκή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στη περιοχή του σημερινού Νέου Φαλήρου και ο Καραϊσκάκης που ήταν άρρωστος άσχημα, βγήκε από τη σκηνή του για να την σταματήσει, γιατί ήταν απρογραμμάτιστη. Μια σφαίρα που κανείς δεν έμαθε ποτέ από πού προερχόταν, τον χτύπησε θανάσιμα και πέθανε την επόμενη 23 Απριλίου, ημέρα της ονομαστικής του γιορτής.

Ο θάνατος του “Αχιλλέα της Ρωμιοσύνης” όπως χαρακτήρισε τον Καραϊσκάκη ο μεγάλος μας ποιητής Κωστής Παλαμάς, είχε συγκλονιστική απήχηση και βύθισε στο πένθος όλους τους Έλληνες. Ιδιαίτερα το στράτευμα, δίχως τον αρχηγό του, αλλά και χωρίς ηθικό, αναγκασμένο να υπακούει στον Αγγλο Κόχραν, μια μέρα αργότερα έπαθε πανωλεθρία στο Φάληρο και ολοκληρώθηκε έτσι η συμφορά μετά το χαμό του Καραϊσκάκη.